Φαρνάκη

Φαρνάκη
Φαρνάκη
fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Φαρνάκης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Φαρνάκης
masc acc sg (attic epic doric)
Φαρνάκης
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φαρνάκῃ — Φαρνάκη fem dat sg (attic epic ionic) Φαρνάκης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρνάκην — Φαρνάκη fem acc sg (attic epic ionic) Φαρνάκης masc acc sg Φαρνάκης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρνάκης — Φαρνάκη fem gen sg (attic epic ionic) Φαρνάκης masc acc pl (attic epic doric) Φαρνάκης masc nom/voc pl (doric aeolic) Φαρνάκης masc nom sg Φαρνάκης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άσανδρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μακεδόνας στρατηγός (4ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φιλώτα και αδελφός του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου Παρμενίωνα, που διορίστηκε το 334 π.Χ. σατράπης της Λυδίας. Το 331 π.Χ. αντικαταστάθηκε από τον Μένανδρο,… …   Dictionary of Greek

  • Μιθριδάτης — Όνομα διαφόρων βασιλιάδων του Πόντου και της Περγάμου. Η σειρά των βασιλιάδων αυτών αρχίζει με τον M. A’, που στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ίδρυσε το βασίλειο του Πόντου. Οι σημαντικότεροι βασιλείς με το όνομα Μ. είναι οι ακόλουθοι: 1. Σατράπης του …   Dictionary of Greek

  • φαρνάκειος — εία, ον, Α [Φαρνάκης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φαρνάκη, βασιλιά τού Πόντου 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ φαρνάκειον ονομασία φυτού …   Dictionary of Greek

  • Απάμεια — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Η Φαρνάκη της Συρίας, που ονομάστηκε έπειτα Πέλλα από τους πρώτους Μακεδόνες και αργότερα Α. από το όνομα της συζύγου του Σέλευκου A’ του Νικάτορα. Ήταν το δεύτερο σημαντικό κέντρο της Συρίας, μετά την Αντιόχεια, με… …   Dictionary of Greek

  • Αριαράθης — Όνομα βασιλιάδων της Καππαδοκίας, που κατάγονταν από τον Φαρνάκη και την αδελφή του Καμβύση, Άτοσσα. 1. Α. Α’ (405; – 322 π.Χ.). Δυνάστης της Καππαδοκίας, υποτελής του Αρταξέρξη Γ’, ο οποίος μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε κυρίαρχος… …   Dictionary of Greek

  • Ζήλα — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, σε απόσταση περίπου 45 χλμ. από την Αμάσεια. Στη Ζ. ο Καίσαρας νίκησε τον Φαρνάκη και ανήγγειλε τη νίκη του στους Ρωμαίους με τη λακωνική φράση «veni, vidi, vinci» (ήρθα, είδα, νίκησα) …   Dictionary of Greek

  • Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”